νταμετζάνα

νταμετζάνα
νταμιτζάνα η оплетённая бутыль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νταμετζάνα" в других словарях:

  • νταμετζάνα — νταμετζάνα, η και νταμιτζάνα, η (λ. βενετ.), γυάλινο δοχείο, μεγάλη γυάλινη φιάλη προστατευμένη με ψαθόπλεγμα: Φέραμε και μια νταμιτζάνα κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νταμετζάνα — η βλ. νταμιτζάνα …   Dictionary of Greek

  • νταμιτζάνα — και νταμετζάνα και δαμετζάνα, η μεγάλο γυάλινο δοχείο υγρών, κυρίως κρασιού ή λαδιού, περιτυλιγμένο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. damegiana ή γαλλ. dame jeanne (βλ. λ. δαμετζάνα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»